μικροέξοδο

μικροέξοδο
το
καθημερινή μικρή και ασήμαντη δαπάνη (για τσιγάρα κτλ.): Όσο σπουδάζω θα βρω και μια δουλειά για τα μικροέξοδά μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μικροέξοδο — το·1. μικρή δαπάνη 2. συν. στον πληθ. τα μικροέξοδα α) οι καθημερινές μικρές δαπάνες β) (στην οικονομία) περιορισμένου ύψους έξοδα που γίνονται από οικονομικές μονάδες, για τα οποία δεν είναι εύκολη η έκδοση απόδειξης …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”